Από τον Σταύρο Ιντζεγιάννη
ΤΑΚΗ ΤΣΟΝΑΚΑ
ΚΟΥΔΑΡΙΤΙΚΑ
Με τα ΚΟΥΔΑΡΙΤΙΚΑ ο Τάκης Τσονάκας
ξαναγυρίζει σε μια μεγάλη του αγάπη. Τη συνθηματική γλώσσα των συντεχνιών που χάθηκαν ή μεταλλάχτηκαν σε συνδικαλιστικό
κίνημα και που μαζί τους χάθηκε στο
κύλημα των χρόνων, και η ιδιαίτερη εκείνη
γλώσσα τους που χαρακτήριζε την κλειστή κοινωνία τους.
Στο
κύλημα των χρόνων….Πόσα και πόσα δεν έχουν αλλάξει, άλλα ξεχασμένα ολότελα κι
άλλα συντηρημένα στη μνήμη ή στις κιτρινισμένες φυλλάδες κάποιου μουσείου.
Μερικά τους φυλαγμένα σαν πολύτιμες μαρτυρίες ενός τόπου και μια εποχής. Εδώ μιας
συντεχνιακής ομάδας, όπως οι μάστορες χτίστες που τριγύριζαν τα χωριά
και τις πόλεις τις Βαλκανικής « χτίζοντας και χτίζοντας» –όπως γράφει ο
λεξικογράφος συγγραφέας , πιο σωστά ο ερανιστής ρομαντικός που έχει ορίσει
να φυλάει τις ιδιότυπες Θερμοπύλες του
δικού του χρέους να διασώσει αυτή τη συνθηματική γλώσσα τους.
Άγνωστη στον περισσότερο κόσμο, που γνώριζε
ωστόσο την ύπαρξη τους κυρίως χάρη στα γεφύρια, που συχνά συνοδευότανε από ιστορίες –θρύλους-για το στέριωμά τους.(Σχεδόν
όλα τα γεφύρια της Βαλκανικής έχουν το δικό τους θρύλο για ανθρωποθυσίες κάτι που διασώθηκε και μέχρι
πρόσφατα στην εποχή μας όπου στα θεμέλια
κάποιου κτίσματος σφάζανε έναν κόκορα ). Κανείς δεν είχε ποτέ φανταστεί ότι
είχαν και τη δική τους γλώσσα, που τους διευκόλυνε στις μεταξύ τους συνεννοήσεις
και που άλλαζε από τόπο σε τόπο. Για παράδειγμα άλλη γλώσσα χρησιμοποιούσαν οι
μαστόροι από τη Σιάτιστα και άλλη οι
μαστόροι από τα Λαγκάδια της Πελοποννήσου ή τα μαστοροχώρια των Τζουμέρκων και της Βόρειας Ηπείρου.
Προφορικός φυσικά ο λόγος διαδόθηκε και
συντηρήθηκε από γενιά σε γενιά ,
διαμορφωμένη κάθε τόσο ή και
εμπλουτισμένη από τις ανάγκες που παρουσιαζότανε κατά την εκτέλεση του έργου
και με τις σχέσεις μεταξύ τους ή κυρίως με την ανάγκη της σχέσης τους με τον εργοδότη .Ένας κόσμος ολόκληρος από τον κάλφα μέχρι τον αρχιμάστορα.
Λιθοξόοι, χτίστες, σχεδιαστές, οικονομικοί σύμβουλοι στα παζαρέματα με τους
ιδιοκτήτες του έργου, όλοι εμπειρικοί αλλά πανάξιοι που θα τους ζήλευαν πτυχιούχοι πολυτεχνείου.
Αυτό που έχει να παρατηρήσει ο αναγνώστης,
είναι, ότι αυτή η ιδιωματική γλώσσα δεν έχει καμιά σχέση με κάποια από τις
γνωστές που μιλιούνται και γράφονται,
ώστε να αναζητήσεις ετυμολογικές ρίζες.
Κι αυτό είναι ο άθλος του Τάκη Τσονάκα που δεν είχε να διευκολυνθεί από γνωστές
ή προϋπάρχουσες ρίζες. Για παράδειγμα: Η μανού, η τσιρικουμάτου =η κλέφτρα
#
Ταμπάκισμα= το βρεξιμο. # Τζίγνω-=η φωτία #Δικάτσω=Τρώγω.
Όπως εύκολα παρατηρεί κανείς καμιά τους δεν
παραπέμπει, γραμματικά ούτε καν εικονοκλαστικά στο εννοούμενο.
Σκοπός
του Τάκη Τσονάκα σ` αυτή ή ιδιότυπη μάχη με τον χρόνο - σε μια εποχή σαν τη
δική μας που ισοπεδώνει τα πάντα- είναι να διασώσει την παράδοση όχι μόνο σαν
ιστόρημα αλλά και σαν γλωσσικό ιδίωμα κάποιων
ανθρώπων στους οποίους χρωστάμε-αν και πολλοί δεν το αναγνωρίζουν- το
ότι στην εποχή τους έχτισαν την Ελλάδα.
Μακάρι – και υπογράφω πρώτος-η πολιτεία
να αναγνωρίσει και να βραβεύσει αυτή την προσπάθεια.
Σταύρος Ιντζεγιαννης
Μάης
του 2021.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου